παραχθεῖσα

παραχθεῖσα
παράγω
lead by
aor part pass fem nom/voc sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • παραχθείσας — παραχθείσᾱς , παράγω lead by aor part pass fem acc pl παραχθείσᾱς , παράγω lead by aor part pass fem gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πληρωμή — και πλερωμή, η, Ν [πληρώνω / πλερώνω] 1. η καταβολή αντιτίμου, η καταβολή τής αξίας αγοραζόμενου πράγματος 2. η καταβολή χρηματικού ποσού για παραχθείσα εργασία ή προσφερθείσα υπηρεσία, αμοιβή 3. η επιστροφή οφειλόμενων χρημάτων, εξόφληση χρέους… …   Dictionary of Greek

  • Μίλνορ, Τζον Γουίλαρντ — (John Willard Milnor, Νιού Τζέρσεϊ 1931 –). Αμερικανός μαθηματικός. Έλαβε πτυχίο μαθηματικών και διδακτορικό τίτλο από το Πανεπιστήμιο του Πρίνστον και το 1953 προσελήφθη στο διδακτικό προσωπικό του Πανεπιστημίου. Το 1960 προήχθη στον βαθμό του… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”